- προσαισθανομαι
- προσαισθάνομαιπροσ-αισθάνομαιсверх того замечать Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσαισθάνομαι — Α αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αἰσθάνομαι] … Dictionary of Greek